- στάμπιο
- το, Νγεωλ. βλ. στάμπιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολιγόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα, μεταξύ ηώκαινου (αρχαιότερο) και μειόκαινου (νεότερο). Μαζί με το παλαιόκαινο και το ηώκαινο αποτελούν το παλαιογενές. Διήρκεσε περίπου 15 εκατ. χρόνια και υποδιαιρείται σε 4 βαθμίδες: λαττόρφιο,… … Dictionary of Greek
στάμπιος — α, ο, Ν φρ. «στάμπια βαθμίδα» ή, απλώς, «το στάμπιο» μεγάλη υποδιαίρεση τού μέσου ολιγοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της … Dictionary of Greek